- Σάξονας
- ο, η, Ν1. ο κάτοικος τής Σαξονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σαξονία2. στον πληθ. οι Σάξονεςαρχαίος γερμανικός λαός που αρχικά κατοικούσε στην περιοχή τού σημερινού Σλέσβιχ και στα παράλια τής Βαλτικής, αλλά μετά τον 5ο και ώς τον 8ο αιώνα επεκτάθηκε σε πολλές άλλες περιοχές και έφθασε διά θαλάσσης μέχρι τη Βρετανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαξονία. Η λ., στον πληθ. Σάξονες, μαρτυρείται από το 1800 στον Δ. Ν. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.